- πολυγυνία
- η полигиния, многожёнство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυγυνία — η, Ν 1. το να έχει ένας άνδρας πολλές γυναίκες 2. (για άνδρα) η πολυγαμία 3. βιολ. χαρακτηριστικό τών κοινωνιών ορισμένων πολύγυνων εντόμων, στις οποίες υπάρχουν πολλές βασίλισσες, δηλαδή γονιμοποιημένα θηλυκά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγύνης. Τη λ … Dictionary of Greek
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
σορορατικός — ή, ό, Ν 1. γυναικαδελφογαμικός 2. φρ. α) «σορορατικός γάμος» εθνολ. πρακτική που εφαρμοζόταν σε ορισμένες κοινωνίες και σύμφωνα με την οποία ο άνδρας ήταν υποχρεωμένος να παντρευθεί την αδελφή τής συζύγου του είτε όταν η τελευταία είχε πεθάνει… … Dictionary of Greek
Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η … Dictionary of Greek